-
1 ὑπερ-φέρω
ὑπερ-φέρω (s. φέρω), darübertragen; ὑπερενεγκόντες τὸν ἰσϑμὸν τὰς ναῦς Thuc. 3, 81; ναῦς ἐς τόπον D. C. 42, 41; – gew. intrans. sich darüber erheben, dah. übertreffen, den Vorzug haben, τινός τινι, Jemanden worin, ῥόδα ὀδμῇ ὑπερφέροντα τῶν ἄλλων Her. 8, 138; Τιγράνης κάλλεΐ τε καὶ μεγάϑεϊ ὑπερφέρων Περσέων 9, 96; c. dat. allein, 4, 74. 8, 144; τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα Soph. O. R. 381; Ar. Equ. 582; κάλλει ὑπερφέρουσαν Eur. Hec. 268; τοῖς ὅπλοις αὐτῶν καὶ τῷ πλήϑει ὑπερφέρομεν Thuc. 1, 81; absol., Xen. Mem. 3, 5, 13; καὶ κρεῖττόν ἐστι τινός S. Emp. adv. phys. 1, 122. – Auch τινά und τί, z. B. ὑπερφέρεις τόλμῃ τε τόλμαν καὶ λόγῳ χρηστῷ λόγον Eur. Heracl. 554; Ἡρακλῆς ὑπερενεγκὼν φύσιν ἀνϑρωπίνην Isocr. 4, 60; ὑπερφέρειν πάντα μεγέϑει Plut. Rom. 7.
-
2 ὑπερφέρω
A bear or carry over,ὑ. τὸν ἰσθμὸν τὰς ναῦς Th.3.81
, cf. 15,87:—[voice] Pass., [νῆες] ὑπερενεχθεῖσαι τὸν ἰσθμόν Id.4.8
;ὑπερενεχθῆναι τὰς δίνας D.H.3.56
; νυκτὸς ὑπερφέρεσθαι (sc. τὸν Ταῦρον) Plu.2.510b; ὑ. ὑπὲρ .. X.Oec.18.7: c. gen., to be transferred from,τὰς τῶν.. ζῴων διαφορὰς μὴ δυναμένας ὑπερενεχθῆναι τῶν κατὰ φύσιν τόπων Ptol.Geog.1.12.2
.II mostly intr., to be prominent, stand out, Plu.2.591c.2 metaph., surpass, excel, have the advantage over, τινός τινι one in a thing,ῥόδα ὀδμῇ ὑπερφέροντα τῶν ἄλλων Hdt.8.138
, cf. 9.96, Ar.Eq. 584 (lyr.), Th.1.81: c. gen. only, , cf. X.Lac.15.8: c. dat. modi only,κάλλεϊ καὶ ἀρετῇ μέγα ὑ. Hdt.8.144
, cf. 4.74, E.Hec. 268;πλούτῳ X.Lac.15.3
.b sts. c. acc. pro gen.,ὑπερφέρεις τόλμῃ τε τόλμαν καὶ λόγῳ χρηστῷ λόγον E.Heracl. 554
;ὑ. τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν Isoc.4.60
;μεγέθει καὶ ῥώμῃ πάντας Plu.Rom.7
.c abs., τοῦθ' ὑπερφέρει has this pre-eminence, S.OC 1007 (s. v. l.);πολὺ ὑπερενεγκεῖν X.Mem.3.5.13
.d part., in honorific expressions,ἡ σὴ -φέρουσα ἐξουσία PSI4.292.5
(iii A. D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπερφέρω
См. также в других словарях:
πολύζηλος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αδελφός των τυράννων των Συρακουσών Γέλωνα και Ιέρωνα. Με τον θάνατο του Γέλωνα παντρεύτηκε τη χήρα του και ανέλαβε τη στρατηγία. Ήρθε σε σύγκρουση με τον αδελφό του Ιέρωνα που είχε αναλάβει την αρχή, αλλά η σύρραξη… … Dictionary of Greek